- πολυάμπελος
- πολυ-άμπελος, von oder mit vielen Weinstöcken
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πολυάμπελος — with many vines masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυάμπελος — ον, Α αυτός που έχει πολλά αμπέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἄμπελος (πρβλ. ολιγ άμπελος, ορθ άμπελος)] … Dictionary of Greek
πολυάμπελον — πολυάμπελος with many vines masc/fem acc sg πολυάμπελος with many vines neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυαμπέλου — πολυάμπελος with many vines masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυάμπελοι — πολυάμπελος with many vines masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμπελος — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, στον σημερινό νομό Λασιθίου. Με την ίδια ονομασία υπάρχει και μικρό νησί στον Κορινθιακό κόλπο, στο εσωτερικό του κόλπου της Αντίπυρας. Έτσι ονομάζεται επίσης και ένα ακρωτήριο στη Χαλκιδική. II Όνομα μυθολογικών… … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek